ομφαλόεις

ομφαλόεις
ὀμφαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — αστεϊσμός τού Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»
3. φρ. «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα είδος σύκου, που ονομαζόταν ὀμφάλειος, Νίκ.
3. φρ. «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — χαρακτηρισμός τής Μεγάλης Αρκτου, τής οποίας ο αστερισμός κατευθύνεται προς τον ομφαλό τού ουρανού, δηλ. προς τον πόλο, προς τον πολικό αστέρα, (Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -όεις (πρβλ. θανατ-όεις, ιμερ-όεις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀμφαλόεν — ὀμφαλόεις having a navel masc voc sg ὀμφαλόεις having a navel neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλόεντα — ὀμφαλόεις having a navel neut nom/voc/acc pl ὀμφαλόεις having a navel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλοέσσαις — ὀμφαλόεις having a navel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλοέσσης — ὀμφαλόεις having a navel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλόεντι — ὀμφαλόεις having a navel masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλόεσσα — ὀμφαλόεις having a navel fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλόεσσαι — ὀμφαλόεις having a navel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλόεσσαν — ὀμφαλόεις having a navel fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλοέσσας — ὀμφαλοέσσᾱς , ὀμφαλόεις having a navel fem acc pl ὀμφαλοέσσᾱς , ὀμφαλόεις having a navel fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”